- θαλαττοκρατήσαντα
- θαλασσοκρατήσαντα , θαλασσοκρατέωto be master of the seaaor part act neut nom/voc/acc plθαλασσοκρατήσαντα , θαλασσοκρατέωto be master of the seaaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.